измученный - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

измученный - translation to πορτογαλικά


измученный      
(усталый) estafado, extenuado ; (угнетенный) agoniado ; (выражающий муки) atribulado
completamente exausto      
вконец измученный
apoquentado adj      
истерзанный, измученный

Ορισμός

измученный
прил.
1) а) Крайне уставший, утомленный, изнуренный.
б) Выражающий такое состояние.
2) Страдальческий, жалкий.

Βικιπαίδεια

Измученный

«Замученный» (или «Измученный») (англ. The Tortured) — фильм ужасов, триллер снятый режиссёром Робертом Либерманом в 2010 году.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για измученный
1. В последние годы жизни - больной, измученный получеловек.
2. Ведь измученный страшной болезнью организм безумно ослаблен.
3. Тогда измученный Сидорский буквально выскочил из зала.
4. На улицу выходит "измученный нарзаном" алкоголик.
5. - "Хвалабуев, вот Вам меч!" - Человек, измученный Рамзаном.